- θυρωρῶν
- θυρωρέωto be a àoor-keeperpres part act masc nom sg (attic epic doric)θυρωρόςdoor-keepermasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
двьрьникъ — ДВЬРЬНИК|Ъ (18), А с. Привратник: Иже еп(с)пъ. ли попъ. ли диаконъ ли ѹподиако||нъ. ли чьтьць. ли пѣвьць. ли двьрьникъ. женѣ ѡс҃щенѣ б҃ѹ примѣситисѩ [так!] да извьржетьсѩ. (θυρωρὀς) КЕ XII, 44–45; то же КВ к. XIV, 107–108; ˫Ако не подобаѥть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δομέστικος — Βυζαντινό εκκλησιαστικό, στρατιωτικό και πολιτικό αξίωμα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη domesticus που σημαίνει υπηρέτης, θεράπων. Ο θρησκευτικός τίτλος δινόταν στους πρωτοψάλτες, στους επικεφαλής του δεξιού και του αριστερού χορού των ψαλτών… … Dictionary of Greek